κεροδοσία

κεροδοσία
κεροδοσία η
1) раздача свечей верующим во время богослужения;
2) зажженые свечи на богослужении в храме

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κεροδοσία" в других словарях:

  • κεροδοσιά — η (Μ κεροδοσία) βλ. κηροδοσία …   Dictionary of Greek

  • κηροδοσία — και κεροδοσία, η (Μ κηροδοσία και κεροδοσία) η προσφορά κεριών, το σύνολο τών προσφερόμενων κεριών σε θρησκευτική τελετή νεοελλ. η συνολική ή η ετήσια ποσότητα τού κεριού που χρειάζεται ένας ναός ή μια μονή για όλες τις εκκλησιαστικές ανάγκες μσν …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»